- χρεοδότης
- χρεοδοτέωpay debtsimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρεοδότης — Μ (κατά τον Ζωναρ.) «πληρωτής χρεῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. χρεοδοτῶ] … Dictionary of Greek